παρασπειρώμαι — άομαι, Α συσπειρώνομαι, κείμαι κουλουριασμένος κοντά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπειρῶμαι «συσπειρώνομαι, τυλίγομαι» (πρβλ. συ σπειρώμαι)] … Dictionary of Greek
ενσπειρώμαι — ἐνσπειρῶμαι, άομαι (Α) [σπειρώμαι] συσπειρώνομαι, περιτυλίγομαι … Dictionary of Greek
περισπειρώ — άω, Α 1. περιτυλίγω κάτι γύρω από κάτι («τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ περισπειράσας», Πλούτ.) παθ. περισπειρῶμαι, άομαι α) (για φίδια) περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάποιον («δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρμα», Διόδ. Σικ.) β) περικυκλώνω,… … Dictionary of Greek
πολυσπείρητος — ον, ΜΑ αυτός που ελίσσεται πολλές φορές ή αυτός που προέρχεται από πολλούς ελιγμούς, από πολλές στροφές, πολυέλικτος («πολυσπείρητος ἑρπηστήρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπειρῶμαι (< σπεῖρα)] … Dictionary of Greek
πυρισπείρητος — ον, Α περικυκλωμένος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπειρητος (< σπειρῶμαι < σπεῖρα)] … Dictionary of Greek
σπείραμα — άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. σπείρημα Α [σπειρῶμαι] καθετί που είναι περιελιγμένο ελικοειδώς νεοελλ. φρ. α) «αγγειώδες σπείραμα» ή «νεφρικό σπείραμα» (ανατ. φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν δίκτυο ανάμεσα σε ένα… … Dictionary of Greek
σπείρασις — άσεως, ἡ, Α [σπειρῶμαι] σπειροειδής σχηματισμός … Dictionary of Greek
σπειραντικός — ή, όν, Α φρ. «μάχαιραι σπειραντικαί» μαχαίρια με οδοντωτή κόψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπειρῶμαι μέσω αμάρτυρου ρ. *σπειραίνω ή ρηματ. επίθ. *σπειραντός] … Dictionary of Greek