σπειρώμαι

σπειρώμαι
-άομαι, ΝΑ [σπεῑρα]
συστρέφομαι, περιελίσσομαι, συσπειρώνομαι («δράκοντα... ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῑον», Παυσ.)
αρχ.
(το αρσ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ἐσπειραμένος
(για λόγο) αυτός που περιέχει φραστικούς ελιγμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρασπειρώμαι — άομαι, Α συσπειρώνομαι, κείμαι κουλουριασμένος κοντά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπειρῶμαι «συσπειρώνομαι, τυλίγομαι» (πρβλ. συ σπειρώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • ενσπειρώμαι — ἐνσπειρῶμαι, άομαι (Α) [σπειρώμαι] συσπειρώνομαι, περιτυλίγομαι …   Dictionary of Greek

  • περισπειρώ — άω, Α 1. περιτυλίγω κάτι γύρω από κάτι («τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ περισπειράσας», Πλούτ.) παθ. περισπειρῶμαι, άομαι α) (για φίδια) περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάποιον («δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρμα», Διόδ. Σικ.) β) περικυκλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • πολυσπείρητος — ον, ΜΑ αυτός που ελίσσεται πολλές φορές ή αυτός που προέρχεται από πολλούς ελιγμούς, από πολλές στροφές, πολυέλικτος («πολυσπείρητος ἑρπηστήρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπειρῶμαι (< σπεῖρα)] …   Dictionary of Greek

  • πυρισπείρητος — ον, Α περικυκλωμένος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπειρητος (< σπειρῶμαι < σπεῖρα)] …   Dictionary of Greek

  • σπείραμα — άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. σπείρημα Α [σπειρῶμαι] καθετί που είναι περιελιγμένο ελικοειδώς νεοελλ. φρ. α) «αγγειώδες σπείραμα» ή «νεφρικό σπείραμα» (ανατ. φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν δίκτυο ανάμεσα σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • σπείρασις — άσεως, ἡ, Α [σπειρῶμαι] σπειροειδής σχηματισμός …   Dictionary of Greek

  • σπειραντικός — ή, όν, Α φρ. «μάχαιραι σπειραντικαί» μαχαίρια με οδοντωτή κόψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπειρῶμαι μέσω αμάρτυρου ρ. *σπειραίνω ή ρηματ. επίθ. *σπειραντός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”